γρώνος

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

γρῶνος, -η, -ον (Α)
1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες
2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η
α) κοιλότητα, γούρνα
2. σκαφίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας].