γρώνος

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

γρῶνος, -η, -ον (Α)
1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες
2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η
α) κοιλότητα, γούρνα
2. σκαφίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας].