γυμνοσκελής

Greek Monolingual

-ές και γυμνόσκελος, -η, -ο
αυτός που έχει τα σκέλη του γυμνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυμνοσκελής < γυμνός + -σκελής < σκέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ η λ. γυμνόσκελος < γυμνός + σκέλος μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].