γυμνόκαυλος

Greek Monolingual

-ο
(για φυτά) αυτός που έχει γυμνό καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + καυλός «βλαστός». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].