-η, -ο1. αυτός που έχει γυμνό λαιμό2. αυτός που έχει λαιμό χωρίς τρίχες ή φτερά3. το ουδ. ως ουσ. γυμνόλαιμα, ταομοταξία βρυοζώων με γυμνό στόμα χωρίς επιστόμιο.