γυμνόλαιμος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει γυμνό λαιμό
2. αυτός που έχει λαιμό χωρίς τρίχες ή φτερά
3. το ουδ. ως ουσ. γυμνόλαιμα, τα
ομοταξία βρυοζώων με γυμνό στόμα χωρίς επιστόμιο.