γυροφέρνω
Greek Monolingual
1. περιφέρομαι
2. εξοικονομώ τα προς το ζην
3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι
4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι
5. απαντώ με υπεκφυγές.
1. περιφέρομαι
2. εξοικονομώ τα προς το ζην
3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι
4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι
5. απαντώ με υπεκφυγές.