γυψοκονία

Greek Monolingual

η
η γυψόκονις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψόκονις)].