και γύρο και γύρα επίρρ. γύρος 1. κυκλικά, ολόγυρα 2. (χρονικά) περίπου 3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» — υποστηρίζομαι β) «τα φέρνω γύρω» — τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην γ) «φέρνω γύρω» — περιφέρομαι.