γύρω

Greek Monolingual

και γύρο και γύρα επίρρ. γύρος
1. κυκλικά, ολόγυρα
2. (χρονικά) περίπου
3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» — υποστηρίζομαι
β) «τα φέρνω γύρω» — τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην
γ) «φέρνω γύρω» — περιφέρομαι.