δάμασις
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
doma τῶν ἵππων Sch.Pi.O.13.98, cf. Gloss.2.266, Hippiatr.Paris.1129, glos. a δμῆσις Hsch.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, die Bändigung, Schol. Pind. Ol. 13, 98.
Greek (Liddell-Scott)
δάμᾰσις: -εως, ἡ, ἡμέρωσις, καθυπόταξις, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 98.
Greek Monolingual
η
βλ. δάμαση.