δέξιος

Greek Monolingual

-α, -ο
ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός του τόνου πιθ. από επίδραση του επιδέξιος].