Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
ο (Α ἀναβιβασμὸς) ἀναβιβάζω
1. ανέβασμα, ανύψωση
2. (ως γραμμ. όρος) μετάθεση του τόνου από τη λήγουσα στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα
μσν.
προώθηση, προαγωγή, ενίσχυση.