αναβιβασμός

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβιβασμὸς) ἀναβιβάζω
1. ανέβασμα, ανύψωση
2. (ως γραμμ. όρος) μετάθεση του τόνου από τη λήγουσα στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσα
μσν.
προώθηση, προαγωγή, ενίσχυση.