δήμευση

Greek Monolingual

η (AM δήμευσις) δημεύω
η κατάσχεση από το Δημόσιο όλης της περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων κάποιου, η οποία επιβάλλεται ως ποινή ή για λόγους ασφαλείας.