δημεύω

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεύω Medium diacritics: δημεύω Low diacritics: δημεύω Capitals: ΔΗΜΕΥΩ
Transliteration A: dēmeúō Transliteration B: dēmeuō Transliteration C: dimeyo Beta Code: dhmeu/w

English (LSJ)

(δῆμος)
A seize as public property, especially of a citizen's goods, confiscate, Th.5.60, And.1.51; πολλὰ δ. διὰ τῶν δικαστηρίων Arist.Pol.1320a5: abs., D.8.69,71:—Pass., τὰ δημευόμενα Arist.Ath.43.4; τῶν ἐκ προνοίας δεδήμευται τὰ ὄντα D.23.45; later of persons, ἐδημεύθη τὴν οὐσίαν Philostr.VS2.1.2; δημευθήσεσθαι Hdn.2.14.3.
II generally, make public, δεδήμευται κράτος = the power is in the hands of the people, E.Cyc.119:—Pass., also, to be published, Pl.Phlb. 14d, 14e.
III δεδημευμένα ὀνόματα vulgarized, hackneyed words, Ammon.in Int.66.3.
IV = ἐνδημέω, and also, = δημαγωγέω, Hsch.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. y locr. δαμεύω IGDS 28.a.5 (Olimpia VI a.C.), Schwyzer 78.5 (Argos VI/V a.C.), IG 92(1).609.12 (Naupacto VI/V a.C.), Hsch.
I 1confiscar, incautarse de bienes particulares, esp. en cont. polít. o judicial χρε̄́ ματα δᾱμεύɛ̄ν IGDS l.c., cf. IG l.c., Th.5.60, Arist.Pol.1304b36, Plu.Alc.22, τῶν πολιτῶν τινας ἀποκτείνειν ἢ φυγαδεύειν ἢ δ. τὰς οὐσίας Isoc.Ep.7.8, cf. Din.3.5, Plb.15.21.2, D.S.12.9, Luc.Gall.22, Plu.2.775c, D.C.63.11.3, τοῖς ἀδικωτάτοις τῶν πολιτῶν τὰς ἀλλοτρίας δημεύοντας οὐσίας confiscando los bienes ajenos en provecho de los ciudadanos más injustos D.H.5.66, τῶν ἐπιβουλευσάντων Μαυσώλλῳ ... τὰ κτήματα δημεῦσαι IIasos 1.4 (IV a.C.), cf. Arist.Pol.1305a6, τὰ Ἐρασιφῶντος δ. ἔδοξεν Lys.17.6, cf. 30.22, τὴν φερνὴν αὐτῆς Plu.Caes.1, τινὸς τὰ ὄντα Lib.Or.57.28, en v. pas. τὰ δημευόμενα los bienes confiscados Arist.Ath.43.4, cf. Lys.18.20, χρε̄́ματα ἐδεδε̄́μευτο IG 13.118.14 (V a.C.), cf. And.Myst.51, X.HG 1.7.20, τῶν γὰρ ἐκ προνοίας (ἀνδροφόνων) δεδήμευται τὰ ὄντα D.23.45, τὸ πολὺ τῆς οὐσίας Philostr.VS 614, cf. D.Chr.7.12, PCol.123.55 (II/III d.C.), τοῦτο τὸ χωρίον ἐν τῷ πολέμῳ δημευθέν Lys.7.6
abs. confiscar bienes D.8.69, Aristid.Or.3.203
en v. pas. c. suj. de pers. τρε̄́το καὶ δαμευέσσθο ἐνς Ἀθαναίαν sea expulsado y sus bienes confiscados en provecho del tesoro de Atenea, Schwyzer l.c., λέγων ... μήτε δὲ ἄκριτόν τινα ... δημευθήσεσθαι Hdn.2.14.3, c. ac. de rel. Ἵππαρχος ἐδημεύθη τὴν οὐσίαν Hiparco sufrió la confiscación de su hacienda Philostr.VS 547.
2 poner bajo control público, poner en manos del pueblo en v. pas. τίνος κλύοντες; ἢ δεδήμευται κράτος; ¿a quién obedecen (los Cíclopes)? ¿o tienen un estado democrático? E.Cyc.119
hacer de propiedad común, transferir a un fondo común bienes particulares νόμος γὰρ τοὺς εἰς τὴν αἵρεσιν εἰσιόντας δ. τῷ τάγματι τὴν οὐσίαν tienen una ley (los esenios) según la cual los miembros entrantes en la secta entregan sus bienes a la orden I.BI 2.122, δαμεῦσαι· κοινοποιῆσαι Hsch.
3 hacer de dominio público, vulgarizar, generalizar en v. pas. εἴρηκας τὰ δεδημευμένα τῶν θαυμαστῶν περὶ τὸ ἓν καὶ πολλά has mencionado las maravillas que todo el mundo conoce sobre lo uno y lo múltiple Pl.Phlb.14d, cf. e, οἱ τὰ κοινὰ καὶ δεδημευμένα πρὸ ἡμῶν ἱστορήσαντες Plu.2.243d, τὸ δ' ἐπὶ τῷ στρατηγῷ πένθος ἐδημεύθη I.BI 3.436, τὰ κοινὰ (ὀνόματα) καὶ δεδημευμένα las (palabras) comunes y de uso generalizado Thphr.Lex.p.14
divulgar Διαγόρᾳ ... τὰ ἐν Ἐλευσῖνι καὶ τὰ τῶν Καβίρων δημεύοντι μυστήρια Athenag.Leg.4.1
propagar ταύτας (φλέβας) δ. τῷ ὅλῳ τὴν νόσον Anon.Med.Acut.Chron.45.1.3.
II usos esp.
1 prob. residir, habitar δημεῦσαι· τὸ ἐνδημεῖν Hsch.
2 quizá intr. hacer demagogia o tr. atraerse con procedimientos demagógicos δημεῦσαι· ἔνιοι τὸ δημαγωγεῖν λέγουσι Hsch.
3 amonestar, reprender públicamente en v. pas. δημευόμενοι ἀπολυέσθωσαν Greg.Leg.Hom.M.86.593B, cf. 605D
prob. avergonzar δαμεῦσαι· αἰσχῦναι Hsch.
4 prohibir δεδημευμέναι· ἀπηγορευμέναι. ἡμέραι δ' ἦσαν δεδημευμέναι Zonar., Phot.δ 85.

German (Pape)

[Seite 561] 1) das Vermögen eines Bürgers für Staatseigenthum erklären u. einziehen, was mit der Achtserklärung verbunden ist; τὰ χρήματα, Thuc. 5, 60; Xen. Hell. 1, 7, 20; ἀγρούς, Dion. Hal. 6, 50; τὰ ὄντα δεδήμευται Dem. 23, 45; vgl. Arist. pol. 5, 5; auch von Personen; μήτε ἄκριτόν τινα φονευθήσεσθαι ἡ δημευθήσεσθαι Herodian. 2, 14. – 2) dem Volke geben, τὸ κράτος δεδήμευται, die Herrschaft ist dem Volk gegeben, Eur. Gycl. 119; τὰ δεδημευμένα, das Veröffentlichte, allgemein Bekannte, Plat. Phil. 14 e.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδήμευσα;
Pass. f. δημευθήσομαι, ao. ἐδημεύθην, pf. δεδήμευμαι;
déclarer propriété de l'État, càd confisquer au profit de l'État (lat. publicare).
Étymologie: δῆμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημεύω [δῆμος] confisqueren, beslag leggen op, met acc.: overdr.: ἢ δεδήμευται κράτος; is macht soms een publiek goed? Eur. Cycl. 119.

Russian (Dvoretsky)

δημεύω:
1 делать общенародным достоянием: κράτος δεδήμευται Eur. власть принадлежит народу; τὰ δεδημευμένα καὶ τὰ συγκεχωρημένα Plat. общеизвестные и общепризнанные вещи;
2 делать общественной собственностью, конфисковать (κελεύειν τὰ χρήματα δημευθῆναι Xen.; τὰς οὐσίας τῶν τελευτώντων Arst.; τὰ ὄντα δεδήμευται Dem.; τὴν φερνήν Plut.): τ᾽ δημευόμενα и τὰ δεδημευμένα Arst. конфискованное имущество.

Greek Monolingual

(AM δημεύω, Α και δημιεύω) δήμος
ανακηρύσσω και καταλαμβάνω ως κτήμα του δημοσίου περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία
(«το κράτος θα δημεύσει τις περιουσίες τών λιποτακτών»)
αρχ.
1. δίνω κάτι στον δήμο, παρέχω στον λαό («δεδήμευται κράτος» — η δύναμη, η εξουσία κατέχεται απ' τον λαό)
2. παθ. δημεύομαι
δημοσιεύομαι, γίνομαι γνωστός στον δήμο
3. «δεδημευμένα ονόματα» — λέξεις κοινής λαϊκής χρήσης.

Greek Monotonic

δημεύω: μέλ. -σω (δῆμος),
I. ανακηρύσσω κάτι ως δημόσια περιουσία, κατάσχω, Λατ. publicare, σε Θουκ. κ.λπ.
II. γενικά, καθιστώ κάτι κοινό, δίνω στο λαό· δεδήμευται κράτος, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του λαού, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δημεύω: (δῆμος) κηρύττω τι καὶ καταλαμβάνω ὡς δημόσιαν περιουσίαν· ἰδίως ἐπὶ τῆς περιουσίας πολίτου, μεταβιβαζομένης εἰς τὸ δημότιον, Λατ. publicare, Θουκ. 5. 60, Ἀνδοκ. 7. 43, κ. ἀλλ.· - πολλὰ δ. διὰ τῶν δικαστηρίων Ἀριστ. Πολ. 6. 5, 3· - ὡσαύτως, δ. τινὰ Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Παθ., τὰ δημευόμενα Ἀριστ. Ἀποσπ. 394, 401. ΙΙ. καθόλου, καθιστῶ τι δημόσιον, δεδήμευται κράτος, ἡ ἐξουσία εἶναι εἰς τὰς χεῖρας τοῦ λαοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 119. Ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως «δημοσιεύομαι», Πλάτ. Φιλ. 14D, Ε.

Middle Liddell

δῆμος
I. to declare public property, to confiscate, Lat. publicare, Thuc., etc.
II. generally, to make public, δεδήμευται κράτος the power is in the hands of the people, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=κάνω κάτι δημόσιο). Ἀπό τό δῆμος. Παράγωγό του εἶναι ἡ δήμευσις.

Lexicon Thucydideum

publicare, to make public, 5.60.6.

Translations

confiscate

Arabic: صَادَر‎; Armenian: բռնագրավել, առգրավել; Belarusian: канфіскаваць, забіраць, забраць; Bulgarian: конфискувам or; Burmese: သိမ်းပိုက်; Catalan: confiscar; Chinese Mandarin: 沒收, 没收; Czech: zabavit; Danish: konfiskere; Dutch: confisqueren; Esperanto: konfiski; Faroese: leggja hald á, draga inn, taka frá; Finnish: takavarikoida; French: confisquer; Galician: confiscar; Georgian: კონფისკაცია; German: beschlagnahmen, konfiszieren; Greek: κατάσχω; Ancient Greek: δημεύω; Hebrew: החרים‎; Hungarian: elkoboz, lefoglal, kisajátít; Icelandic: gera upptækan; Ido: konfiskar; Indonesian: menyita; Irish: gabh seilbh ar, coigistigh; Italian: confiscare; Japanese: 没収する; Khmer: ដកហូតយក; Korean: 몰수하다; Kurdish Northern Kurdish: dest danîn ser; Latin: aufero, confisco, publico; Luxembourgish: beschlagnahmen; Norman: confistchi; Norwegian Bokmål: inndra, konfiskere; Persian: ضبط کردن‎; Polish: konfiskować; Portuguese: confiscar; Romanian: confisca; Russian: конфисковать, изымать, изъять; Slovak: zhabať; Slovene: zasegati, zaseči; Spanish: decomisar, confiscar; Swedish: konfiskera; Telugu: జప్తు చేయు; Thai: ยึด; Turkish: el koymak; Ukrainian: конфіскувати, вилучати, вилучити, відбирати, відібрати; Urdu: قبضے میں لینا‎; Vietnamese: tịch thâu, tịch thu