κατάσχεση

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάσχεσις) κατέχω
κατακράτηση, κατοχή
νεοελλ.
(νομ.) η πράξη με την οποία περιουσιακό στοιχείο κάποιου τίθεται υπό δικαστική δέσμευση και του αφαιρείται το δικαίωμα διάθεσής του
(α. «αναγκαστική κατάσχεση» β. «συντηρητική κατάσχεση»)
μσν.
1. περιορισμός, φυλάκιση
2. σύλληψη
αρχ.
1. συγκράτηση, αναχαίτιση
2. στάση, τρόπος συμπεριφοράς.