δίβουλος

English (LSJ)

δίβουλον, of two minds, Hsch. s.v. διάβουλοι.

Spanish (DGE)

-ον de doble opinión glos. a διάβουλοι Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αναποφάσιστος, δίγνωμος
2. παλίμβουλος, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βουλος < βουλή.