αναποφάσιστος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν παίρνει οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση
3. το ουδ. ως ουσ. το αναποφάσιστον η αναποφασιστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αποφασίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό της Γαλλικής Γλώσσας του Γρηγορίου Ζαλίκογλου].
Translations
ambivalent
Armenian: հակասական, ոչ միանշանակ; Bulgarian: двойствен, противоречив; Catalan: ambivalent; Chinese Cantonese: 矛盾; Mandarin: 矛盾; Czech: ambivalentní, rozporuplný; Dutch: ambivalent, ambivalente; Finnish: kaksijakoinen, ristiriitainen, epäröivä, ambivalentti; French: ambivalent; German: ambivalent, doppelwertig, zwiespältig; Greek: αμφίθυμος, αναποφάσιστος; Ancient Greek: διχογνώμων, διχόθυμος, δίψυχος; Hungarian: ambivalens; Ido: ambivalenta; Indonesian: ambivalen, ragu, bimbang, ragu-ragu; Italian: ambivalente; Japanese: どっちつかず; Korean: 반대감정이 공존하는; Maori: ngākaurua, whēangaanga, rangirua; Polish: ambiwalentny; Portuguese: ambivalente; Russian: двойственный, противоречивый; Slovak: ambivalentný, rozporuplný; Spanish: ambivalente; Swedish: ambivalent, kluven; Turkish: ikircikli, ikircimli, kararsız, mütereddit