δίθρονος

English (LSJ)

δίθρονον, two-throned, Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος the two-throned might of the Achaeans, i.e. the brother-kings, Id.Ag. 109 (lyr.), cf. 43 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble trono Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος A.A.109, cf. 42.

German (Pape)

[Seite 624] zweithronig; κράτος, d. i. Agamemnon u. Menelaus, Aesch. Ag. 103; δίθρονος καὶ δίσκηπτρος τιμή 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux trônes.
Étymologie: δίς, θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

δίθρονος: -ον, ὁ δύο θρόνους ἔχων, Ἀχαιῶν δ. κράτος, οἱ δύο ἀδελφοὶ βασιλεῖς τῶν Ἀχαιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 109, πρβλ. 43.

Greek Monolingual

δίθρονος, -ον (Α)
φρ. «Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος» — ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων που κυβερνούν τους Αχαιούς.

Greek Monotonic

δίθρονος: -ον, αυτός που έχει δύο θρόνους, Ἀχαιῶν δ. κράτος, η δίθρονη εξουσία των Αχαιών, δηλ. τα δύο αδέρφια-βασιλείς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δί-θρονος, ον adj
two-throned, Ἀχαιῶν δ. κράτος the two-throned might of the Achaeans, i. e. the brother-kings, Aesch.