δίιξις

German (Pape)

[Seite 625] ἡ, das Durchdringen, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

δίιξις: -εως, ἡ, (διικνέομαι), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.

Greek Monolingual

δίιξις, η (Α) διικνούμαι
1. διείσδυση
2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση
3. διήγηση.