συνείδηση
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
Greek Monolingual
η / συνείδησις, συνειδήσεως, ΝΑ
1. η σαφής και βαθιά γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης (α. «έχει συνείδηση τών πράξεών του» β. «συνείδησις τῆς κακοπραγμοσύνης», Δημόκρ.)
2. η έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει τον καλό ή τον κακό χαρακτήρα τών πράξεών του, αυτοέλεγχος, αυτεπίγνωση (α. «έχει τύψεις συνειδήσεως» β. «κολαζομένους κατὰ συνείδησιν», Βέττ. Βάλ.)
3. ευσυνειδησία
νεοελλ.
1. (φυσιολ.-ψυχολ.) η αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση προς το εγώ, οι αισθήσεις και η συναίσθηση του εγώ («δεν έχει συνείδηση του τί συμβαίνει»)
β) (στην ψυχολ. της συμπεριφοράς) εξαρτημένη από τη λειτουργία του εγκεφάλου κατηγορία η οποία αναφέρεται κατά γενικό τρόπο στη συμπεριφορά και χαρακτηρίζεται από την κατάσταση εγρήγορσης και από τη δυνατότητα αντίδρασης του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την έλλειψη εγρήγορσης και σχετική απουσία δυνατότητας αντίδρασης κατά τον βαθύ ύπνο και το κώμα
γ) (στην ψυχιατρ.) λειτουργία σύνθεσης που επιτρέπει σε ένα υποκείμενο να αναλύει την πραγματική τωρινή του εμπειρία με βάση τη δομή της προσωπικότητάς του και να τήν προβάλλει στο μέλλον
2. (φιλοσ.) α) η άμεση αντίληψη την οποία έχει το υποκείμενο για τις καταστάσεις και τα ενεργήματά του και η οποία χαρακτηρίζει κάθε ψυχικό φαινόμενο, και ειδικότερα το κέντρο τών ψυχικών φαινομένων, το εγώ, με το οποίο ο άνθρωπος διακρίνει τον εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο και τους άλλους ανθρώπους
β) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) η πιο υψηλή μορφή της ψυχικής ζωής, που είναι ίδιο του ανθρώπου και η οποία εμφανίστηκε στη βάση της διαδικασίας της εργασίας και του κοινωνικού βίου και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη της γλώσσας και της σκέψης και από το γεγονός ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις σχέσεις του με τον περιβάλλοντα κόσμο και επιδρά πάνω του σύμφωνα με προκαθορισμένους από τον ίδιο στόχους
3. (νομ.) το σύνολο τών νοητικών, ψυχικών και σωματικών εκδηλώσεων του προσώπου βάσει τών οποίων τεκμαίρεται το αυτεπίγνωστο και εκούσιο της συμπεριφοράς του ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
4. φρ. α) «κρίση συνειδήσεως» — οι τύψεις
β) «ηθική συνείδηση»
i) η αίσθηση που έχει ένα άτομο για το ηθικό περιεχόμενο της διαγωγής του, τών προθέσεών του ή του χαρακτήρα του αναφορικά με ένα αίσθημα υποχρέωσης να πράττει το ορθό ή να είναι καλό
ii) το σύνολο τών παραστάσεων, τών αντιλήψεων και τών αισθημάτων τών ανθρώπων αναφορικά με τις αμοιβαίες σχέσεις τους καθώς και τις σχέσεις του καθενός έναντι του κοινωνικού συνόλου, υπό το πρίσμα τών θεμελιωδών κατηγοριών του καλού και του κακού
γ) «κοινωνική συνείδηση»
(στη μαρξιστ. φιλοσ.) το σύνολο τών παραστάσεων, τών νοοτροπιών, τών ιδεών, τών γνώσεων και τών δοξασιών τών ανθρώπων στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό τους Είναι, η πνευματική ζωή της κοινωνίας ως ανάκλαση της υλικής ζωής
δ) «συλλογική συνείδηση»
(κοινων.) (κατά τον Ντυρκέμ) το σύνολο τών πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχουν τα μέλη μιας κοινότητας, η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, όπως εκφράζεται διά μέσου της συνείδησης τών μελών του, την οποία και διαμορφώνει
ε) «πολιτική συνείδηση»
(κοινων.) i) η ύπαρξη σε ένα άτομο πολιτικής παιδείας, εμπειρίας και ωριμότητας που το ωθούν να μετέχει στα κοινά και του επιτρέπουν να προβαίνει σε συνειδητές επιλογές
ii) το σύνολο τών αντιλήψεων, πεποιθήσεων και στάσεων που αφορά τη σφαίρα τών πολιτικών σχέσεων
στ) «ταξική συνείδηση»
(κοινων.-φιλοσ.) i) η συναίσθηση της ταξικής δομής της κοινωνίας, δηλαδή της διαστρωμάτωσής της σε κοινωνικές τάξεις, που έχει ένα άτομο, η ταύτιση της θέσης του ατόμου αυτού με τη θέση τών άλλων μελών της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και η επίγνωση τών ιδιαίτερων συμφερόντων της τάξης του, καθώς και η επιδίωξη τών συμφερόντων αυτών
ii) (στη μαρξιστ. φιλοσ.) μέρος της κοινωνικής συνείδησης στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό Είναι μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης και το οποίο εκφράζει τα συμφέροντα και τους σκοπούς της τάξης αυτής
αρχ.
1. το να έχει κανείς γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης μαζί με κάποιον άλλον
2. είδηση, πληροφορία («συνείδησιν εἰσήνεγκεν τοῖς κολλήγαις αὐτῶν», πάπ.)
3. γνώση, μάθηση
4. συνενοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδ- του απρμφ. συνειδέναι του σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνειδητός, βλ. και λ. οἶδα)].