διείσδυση

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

η (AM διείσδυσις) διεισδύω
το να διεισδύσει κάποιος κάπου
νεοελλ.
1. εμβάθυνση
2. η αυτόματη ανάμιξη αερίων ή ρευστών με διαφορετικό ειδικό βάρος.