Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δίκοπος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. (για κοφτερό όργανο) αυτός που μπορεί να κόβει και με τις δύο άκρες της λεπίδας, δίστομος («δίκοπο μαχαίρι») 2. για επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου αλλά μπορεί και να στραφεί εναντίοναυτού που το χρησιμοποιεί.