δίοψ

English (LSJ)

οἰκονόμος (cf. δίοπος A), Hsch.

Spanish (DGE)

-οπος, ὁ
administrador, intendente Hsch., quizá de un templo cj. en IK 126.3 (II/III d.C., cj.), cf. δίοπος, -ου, ὁ.

German (Pape)

[Seite 639] οπος, = δίοπος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δίοψ: -οπος, ὁ, ἡ, = δίοπος, ον, ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.