Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δίπορτος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους 2.το ουδ. ως ουσ.το δίπορτο διπλήδιέξοδος, καταφύγιο 3.φρ. «το 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.