Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δαγκωτός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές του άλλου 4.φρ. «του το 'ριξα δαγκωτό» — τον καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια.