δακρύβρεκτος

Greek Monolingual

και δακρύβρεχτος, -η, -ο
1. ο βρεγμένος με δάκρυα
2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος
3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα)
εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικολ. Ι. Σαρίπολο].