δαμασκί

Greek Monolingual

και διμισκί, το
1. (για χρώμα) το δαμασκηνί
2. φρ. «δαμασκί σπαθί» — σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία της πρωτεύουσας της Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ. dimichqy].