δασοκομία

Greek Monolingual

και δασοκομική, η
κλάδος της δασικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη δημιουργία και την καλλιέργεια τών δασών σύμφωνα με τους στόχους της δασικής διαχειριστικής για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].