δασυμέτωπος

English (LSJ)

δασυμέτωπον, with hairy forehead, κριός Gp.18.1.3.

Spanish (DGE)

-ον de testuz peluda κριός Gp.18.1.3.

German (Pape)

[Seite 524] κριός, mit dichtbehaarter Stirn, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυμέτωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον κεκαλυμμένον διὰ τριχῶν, κριὸς Γεωπ. 18. 1, 3.

Greek Monolingual

δασυμέτωπος, -ον (Μ)
φρ. «κριοὺς δασυμετώπους» — κριάρια με πυκνές τρίχες στο μέτωπο.