δειλίασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, fright, faintheartedness, Plu.Fab.17.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
miedo, pusilanimidad μέλλησις ... καὶ δ. Plu.Fab.17, cf. Sch.Er.Il.10.10b.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
frayeur.
Étymologie: δειλιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλίασις -εως, ἡ [δειλιάω] lafhartigheid.

Russian (Dvoretsky)

δειλίᾱσις: εως ἡ Plut. = δειλίη.

Greek Monotonic

δειλίᾱσις: -εως, ἡ, τρόμος, λιποψυχία, έλλειψη θάρρους, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλίασις: -εως, ἡ, τρόμος, φόβος, ἔκλειψις τοῦ θάρρους, ἀνανδρία, Πλούτ. Φαβ. 17.