δειλοσκοπώ

Greek Monolingual

(Μ δειλοσκοπῶ, -έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι)
δειλιάζω, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + σκοπώ].