δειλιάζω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλιάζω Medium diacritics: δειλιάζω Low diacritics: δειλιάζω Capitals: ΔΕΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: deiliázō Transliteration B: deiliazō Transliteration C: deiliazo Beta Code: deilia/zw

English (LSJ)

to be cowardly, cj. in Ancr. 85 P., λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H.

Spanish (DGE)

quedarse pasmado glos. a κατατεθήπειν Hsch.

Greek Monolingual

δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].