σκοπώ
From LSJ
Greek Monolingual
-άω, Α σκοπή
σκοπιάζω.
σκοπῶ, -έω, ΝΜΑ σκοπός (Ι)]
νεοελλ.
(λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο
σκοπός, επιδίωξη
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι
αρχ.
1. έχω στραμμένη την προσοχή μου, προσέχω
2. αναζητώ («σκοπεῖτε παῡλαν τινὰ αὐτῶν», Ξεν.)
3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι
4. μτφ. εξετάζω («ἡ ποικιλῳδὸς Σφίγξ τὸ πρὸς ποσὶν σκοπεῖν μεθέντας ἡμᾶς τάφανῆ προσήγετο», Σοφ.)
5. (μέσ. και παθ.) σκοποῦμαι, -έομαι
α) ερωτώμαι, εξετάζομαι
β) εξετάζω («πάλαι σκοποῦμαι τὰς τύχας τῶν βροτῶν ὡς εὖ μεταλλάσσουσιν», Ευρ.)
γ) ερευνώ, διερευνώ.