δεινολόγος

German (Pape)

[Seite 538] übertreibend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δεινολόγος: -ον, = δεινοεπής, Ἀρχ. Λεξ.

Spanish (DGE)

-ον que habla a voces Choerob. en An.Ox.2.194.

Greek Monolingual

ο
δεινολόγος, -ον)
ο μεμψίμοιρος, ο παραπονιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λόγος < λόγος < λέγω.