δεινοπάθεια
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, exaggerated complaint, condemned by Poll.6.201, cf. Suid.s.v. τραγῳδία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
lamento exagerado μετὰ δεινοπαθείας εἶπεν Sch.Aeschin.2.123, cf. Poll.6.201, Anon.in Rh.127.34, Sud.s.u. τραγῳδία, Sch.Pl.R.394c.
German (Pape)
[Seite 538] ἡ, schweres Leid, laute Klage darüber, VLL.
Greek Monolingual
η (AM δεινοπάθεια) δεινοπαθώ
νεοελλ.
φοβερή ταλαιπωρία
αρχ.-μσν.
μεμψιμοιρία, παράπονο.