δεινοπαθώ

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

(AM δεινοπαθῶ δεινοπαθέω)
νεοελλ.
υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά
μσν.
στενοχωριέμαι
αρχ.
παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθώ < -παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.].