δεινοπαθώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

(AM δεινοπαθῶ δεινοπαθέω)
νεοελλ.
υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά
μσν.
στενοχωριέμαι
αρχ.
παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθώ < -παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.].