δεινοπαθώ
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Greek Monolingual
(AM δεινοπαθῶ δεινοπαθέω)
νεοελλ.
υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά
μσν.
στενοχωριέμαι
αρχ.
παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθώ < -παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.].