δεινωπός

English (LSJ)

δεινωπόν, = δεινώψ, Hes.Sc.250.

Spanish (DGE)

-όν
de mirada o semblante terrible Κῆρες Hes.Sc.250, cf. Hsch., Anecd.Ludw.197.10.

German (Pape)

[Seite 539] mit furchtbarem Blick, Hes. Sc. 250.

Russian (Dvoretsky)

δεινωπός: Hes. = δεινώψ.

Greek (Liddell-Scott)

δεινωπός: -όν, = δεινώψ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250.

Greek Monolingual

δεινωπός, -όν (Α)
δεινώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωπος (πρβλ. αγριωπός, αντωπός, αρρενωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

δεινωπός: -όν, = δεινώψ, σε Ηρόδ.