αγριωπός

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγριωπός, -όν)
αυτός που φαίνεται άγριος στην όψη, ο κάπως άγριος, βλοσυρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + ὤψ].