δειροπέδη

German (Pape)

[Seite 541] ἡ, Halsschlinge, Halsband, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δειροπέδη: ἡ, πέδη περὶ τὸν τράχηλον, περιδέραιον, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

v. δεραιοπέδη.

Greek Monolingual

δειροπέδη, η (Α)
περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + πέδη «δεσμός»].