δεισίθεος

English (LSJ)

ον, = δεισιδαίμων, Poll. 1.21.

Spanish (DGE)

-ον
temeroso de los dioses, religioso Poll.1.21, Hsch.δ 1966, Anecd.Ludw.159.4.

Greek (Liddell-Scott)

δεισίθεος: -ον, = τῷ προηγ., Πολυδ. Α΄, 21, Πρόκλ. Ὕμ. Μουσ. 12.

Greek Monolingual

δεισίθεος, -ον (Α)
ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεισίθεος -ον [δείδω, θεός] godvrezend.

German (Pape)

δεισιδαίμων, Poll. 1.21.