δεκάκερος

Greek Monolingual

ο
1. όποιος έχει δέκα κέρατα ή κεραίες
2. βιολ. (το ουσ. ως ουσ.) τα δεκάκερα
περιληπτική ονομασία Εντόμων με δέκα κεραίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -κερος < κέρας «κέρατο»].