Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δεκάκερος
Greek Monolingual
ο 1. όποιος έχει δέκα κέρατα ή κεραίες 2.βιολ. (το ουσ. ως ουσ.) τα δεκάκερα περιληπτική ονομασία Εντόμων με δέκα κεραίες. [ΕΤΥΜΟΛ.<δέκα+ -κερος<κέρας «κέρατο»].