κέρατο

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

το (Μ κέρατον)
σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά
2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες
3. το φανταστικό σημάδι τών απατημένων συζύγων και εραστών, τών κερατάδων
4. φρ. α) «κέρατο βερνικωμένο»
i) ο πλούσιος ή αξιωματούχος ή αριστοκράτης κερατάς
ii) δύστροπος, πεισματάρης και τυραννικός άνθρωπος
β) «το 'κρύψε στού βοδιού το κέρατο» — το εξαφάνισε
γ) «φοράω κέρατα σε κάποιον» ή «βάζω κέρατα σε κάποιον» — κερατώνω, απατώ, κάνω κάποιον κερατά
δ) «(γαμώ) το κέρατό μου» — έκφραση αγανάκτησης
ε) «στού διαόλου το κέρατο» — σε πολύ απομακρυσμένο σημείο
στ) «τα κέρατά μου...» — υπερβολικά μεγάλη ποσότητα, μέχρις αηδίας («έφαγα τα κέρατά μου σήμερα»)
5. παροιμ. α) «δεν το λέει η γίδα, το λέει το κέρατο» — ο φόβος της τιμωρίας κάνει κάποιον να σιωπά
β) «του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και του άρχοντα στο γόνατο» — η ατιμία τών φτωχών γίνεται αμέσως γνωστή ενώ τών πλουσίων συγκαλύπτεται
μσν.
φρ. α) «κάμνω κέρατα τοῦ ἀνδρός μου» — απατώ τον άνδρα μου
β) «μοῦ φυτρώνουν κέρατα στὴν αὐλή» — μέ απατά η γυναίκα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρας.

Translations

horn

Afar: gaysa; Afrikaans: horing; Akkadian: 𒋛; Aklanon: sungay; Albanian: bri; Amharic: ቀንድ; Angor: fufung; Arabic: قَرْن‎; Egyptian Arabic: قرن‎; Hijazi Arabic: قرن‎; Moroccan Arabic: قرن‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܪܢܐ‎; Armenian: եղջյուր, պոզ, կոտոշ; Old Armenian: եղջիւր; Aromanian: cornu; Assamese: শিং; Asturian: cuernu; Atong: korong; Azerbaijani: buynuz; Bahnar: ake, hơke; Bashkir: мөгөҙ; Basque: adar; Bau Bidayuh: tanuk; Belarusian: рог; Bengali: শিঙা; Breton: korn; Bulgarian: рог; Burmese: ချို, ဦးချို; Buryat: эбэр; Catalan: banya; Cebuano: sungay; Central Melanau: taduok; Chamicuro: c̈hepa; Chechen: маӏа; Chepang: रोङः; Chinese Dungan: гә, җүә; Mandarin: 角; Chuvash: мӑйрака; Cornish: korn; Crimean Tatar: müyüz; Czech: roh; Dalmatian: cuarno, cuarn; Danish: horn; Dolgan: муос; Dutch: hoorn; Erzya: сюро; Esperanto: korno; Estonian: sarv; Evenki: ие; Faroese: horn; Fataluku: horu; Finnish: sarvi; French: corne; Friulian: cuar; Galician: corno, corna, hasta; Georgian: რქა; German: Horn; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐍂𐌽; Greek: κέρατο; Ancient Greek: κέρας; Greenlandic: nassuk; Guaraní: tatĩ; Haitian Creole: kòn; Hausa: ƙaho; Hebrew: קֶרֶן‎; Higaonon: sungay; Hindi: सींग, खाँग, खँगुवा, खगुवा, खँगवा, शाख, सिंग, शृंग; Hungarian: szarv; Icelandic: horn; Indonesian: tanduk; Ingush: муӏ; Irish: adharc; Istriot: cuorno; Italian: corno; Japanese: 角; Javanese: sungu; Jingpho: nrung; Kaingang: nĩka; Kalmyk: өвр; Kashubian: róg; Kazakh: мүйіз; Khasi: reng; Khmer: ស្នែង; Kikuyu: rũhĩa; Kimaragang: sungu; Komi-Zyrian: сюр; Korean: 뿔; Kurdish Northern Kurdish: stirî; Kyrgyz: мүйүз; Lao: ເຂົາ, ນໍ; Latgalian: rogs; Latin: cornu; Latvian: rags; Lithuanian: ragas; Luhya: epembe; Macedonian: рог; Makasae: soru; Malay: tanduk; Maltese: qarn; Manchu: ᡠᡳᡥᡝ; Maori: maire, pihi; Mari Eastern Mari: сюр; Mon: ဂြၚ်; Mongolian Cyrillic: эвэр; Moroccan Amazigh: ⵜⵉⵙⴽⵜ; Nanai: хуе; Navajo: adeeʼ; Northern Sami: čoarvi; Norwegian Bokmål: horn; Nynorsk: horn; Nottoway-Meherrin: osherag; Occitan: bana; Ojibwe: eshkan; Old Church Slavonic Cyrillic: рогъ; Glagolitic: ⱃⱁⰳⱏ; Old East Slavic: рогъ; Old English: horn; Old Javanese: sungu; Old Prussian: ragis; Oriya: ଶିଙ୍ଗ; Oromo: gaafa; Ossetian: сыкъа; Persian: شاخ‎, سرو‎; Punjabi: ਸਿੰਙ; Plautdietsch: Huarn; Polabian: rüg; Polish: róg; Portuguese: chifre, corno; Quechua: wagra, waqra; Rendille: gas; Rohingya: cíng; Romagnol: cörna; Romani: śing; Romanian: corn: corni, corn coarne; Russian: рог; Rusyn: рог; Saho: gashsha; Sanskrit: शृङ्ग; Sardinian: corru; Serbo-Croatian Cyrillic: ро̑г; Roman: rȏg; Sicilian: cornu; Sindhi: سڱ‎; Slovak: roh; Slovene: rog; Somali: gees; Sorbian Lower Sorbian: rog; Upper Sorbian: róh; Spanish: cuerno, cacho, asta; Sundanese: tanduk; Swahili: pembe; Swedish: horn; Sylheti: ꠢꠤꠋ; Tagalog: sungay; Tajik: шох; Talysh: شخ‎; Tashelhit: ⵜⵉⵙⴽⵜ; Tatar: мөгез; Telugu: కొమ్ము; Thai: เขา, นอ; Tibetan: རྭ; Tigrinya: ቀርኒ; Tocharian B: krorīya; Turkish: boynuz; Turkmen: şah; Ugaritic: 𐎖𐎗𐎐; Ukrainian: ріг; Urdu: سینگ‎; Uyghur: مۈڭگۈز‎; Uzbek: shox, muguz; Venetian: corno; Vietnamese: sừng; Walloon: coine; Welsh: corn; West Coast Bajau: sungo; West Frisian: hoarn; White Hmong: kub; Yakut: муос; Zazaki: qoç, aox; Zealandic: 'oôrn; Zou: ki; Zulu: uphondo