δεκάκωπος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για λέμβο) με δέκα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -κωπος < κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].