-α και δεκατέσσερες. -α και -τέσσεροι, -α (AM δέκα τέσσαρες, -α
Α και δεκατέτταρες, -α)
ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και τέσσερεις μονάδες
νεοελλ.
φρ. «τον πέρασε γενεές δεκατέσσερες» — του είπε πολλές και άσχημες βρισιές (συνήθως και για την οικογένειά του).