Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δερμικός
Greek Monolingual
-ή, -ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα (α. «δερμικόςιστός» β. «δερμικοί σχηματισμοί» — το σύνολο τών οργάνων —τρίχες, λέπια, νύχια κ.λπ.— που παράγονται από το δέρμα).