(AM δεσμῶ, -όωΜ και δεσμώνω) δεσμόςδένω κάποιον με δεσμάμσν.1. δένω2. υποδουλώνω3. τυλίγω κάτι σφιχτά4. φρ. «ὅρκον δεσμώνω» — δένομαι με όρκο5. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεσμωμένος, -η, -ονο δέσμιος.