δεσμώνω

Greek Monolingual

(AM δεσμῶ, -όω
Μ και δεσμώνω) δεσμός
δένω κάποιον με δεσμά
μσν.
1. δένω
2. υποδουλώνω
3. τυλίγω κάτι σφιχτά
4. φρ. «ὅρκον δεσμώνω» — δένομαι με όρκο
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεσμωμένος, -η, -ον
ο δέσμιος.