δευτερολόγος

English (LSJ)

ὁ, second speaker, Teles p.5 H.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ actor secundario Bio Bor.16A, Pseudo Acro Ep.1.18.14.

German (Pape)

[Seite 553] ὁ, der zweite Schauspieler, zweite Redner, Tsles bei Stob. flor. 5, 67.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερολόγος: -ον, = δευτεραγωνιστής, ταττόμενος μεταξὺ τοῦ πρωτολόγου καὶ τοῦ ὑστερολόγου, Τέλης παρὰ Στοβ. 68. 50.

Greek Monolingual

δευτερολόγος, -ον (Α)
1. ο δεύτερος ομιλητής
2. δευτεραγωνιστής.