δευτεροχτυπώ

Greek Monolingual

1. χτυπώ δεύτερη φορά, χτυπώ κυρίως με όπλο
2. (για σάλπιγγες, όργανα κ.λπ.) ηχώ, αντηχώ δεύτερη φορά.