δευτεροῦχος

English (LSJ)

δευτεροῦχον, = τὰ δευτερεῖα ἔχων, Lyc.204.

Spanish (DGE)

-ον
que está en segundo lugar ὅρκων τὸ δευτεροῦχον ἄρσαντες ζυγόν Lyc.204.

German (Pape)

[Seite 554] den zweiten Platz einnehmend, Lycophr. 203.

Greek (Liddell-Scott)

δευτεροῦχος: -ον, τὰ δευτερεῖα ἔχων, Λυκόφρ. 204.

Greek Monolingual

δευτεροῦχος, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση, που κατέχει τα δευτερεία.