δηκτήριος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
que muerde, que tortura plu. neutr. subst. καρδίας δηκτήρια lo que tortura el corazón E.Hec.235.
German (Pape)
[Seite 559] beißend, verletzend, καρδίας Eur. Hec. 235.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
δηκτήριος: кусающий, грызущий, гложущий: καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι Eur. мучить печальными рассказами.
Greek Monolingual
δηκτήριος, -ον (Α) δήκτης
αυτός που δαγκώνει, που προξενεί οδύνη ή πόνο («μηδὲ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.).
Greek Monotonic
δηκτήριος: -ον (δάκνω), αυτός που τσιμπά, ενοχλητικός, βασανιστικός, με γεν., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δηκτήριος: -ον, δάκνων, βασανίζω, ταλαιπωρῶν, καρδίας Εὐρ. Ἑκ. 235.