δηλωτός

English (LSJ)

δηλωτή, δηλωτόν, able to be shown, Arist.Xen. 979a13.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se puede mostrar o explicar, explicable racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.Xen.979a13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.Bibl.458b5.

Greek (Liddell-Scott)

δηλωτός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως δηλωθῇ, γείνῃ γνωστός, Ἀριστ. π. Ξενοφ. κτλ. 5,1.

Russian (Dvoretsky)

δηλωτός: могущий быть показанным, доказуемый (γνωστός, ἀλλ᾽ οὐ δ. ἄλλοις Arst.).