δημητριακά

Greek Monolingual

τα (Α δημητριακός, -ή, -όν) Δημήτηρ
νεοελλ.
φυτά της οικογένειας τών Αγρωστωδών και άλλων οικογενειών, ετήσια ή διετή τών οποίων οι σπόροι αποτελούν, συνήθως αλεσμένοι, βασικό είδος διατροφής του ανθρώπου και πολλών ζώων, σιτηρά (στάρι, κριθάρι, αραβόσιτος, βρώμη, σίκαλη κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δήμητρα.